- επιγουνιδιος
- ἐπιγουνίδιοςἐπι-γουνίδιος2тот, которого держат на коленях
(βρέφος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βρέφος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιγουνίδιος — ἐπιγουνίδιος, ον (Α) [επιγουνίς] (για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα τής μητέρας, τής τροφού κ.λπ … Dictionary of Greek
ἐπιγουνίδιον — neut nom/voc/acc sg ἐπιγουνίδιος upon the knee masc/fem acc sg ἐπιγουνίδιος upon the knee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)